κερατοφόρος

κερατοφόρος
κερατοφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος («ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν κερατοφόρα, τὰ δ' ἄκερα τῶν ζώων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κερατοφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόρον — κερατοφόρος masc/fem acc sg κερατοφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόρα — κερατοφόρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόρε — κερατοφόρος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόροι — κερατοφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόροις — κερατοφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόροισι — κερατοφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόρους — κερατοφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόρων — κερατοφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατοφόρῳ — κερατοφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”